Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκ φόνων

См. также в других словарях:

  • φονῶν — φονάω to be athirst for blood pres part act masc voc sg φονάω to be athirst for blood pres part act neut nom/voc/acc sg φονάω to be athirst for blood pres part act masc nom sg (attic epic ionic) φονάω to be athirst for blood pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόνων — φόνος murder masc gen pl φονάω to be athirst for blood imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φονάω to be athirst for blood imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MAENOLIUS — Bacchi coglnomen, in Epigram. quasi totum furentem dicas. Μαινόλης apud Plut. περὶ ἀοργησίας, Cuius sacra quâ ratione peragi consueverint, docet Clemens Protreptico, ubi de Bacchanalibus, Διόνυσον, inquit, Μαινόλην ὀργιάζουσι Βάκχοι, ὠμοφαγίᾳ τὴν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Τισιφόνη — ἡ, Α μία από τις ερινύες, η εκδικήτρια τών φόνων («ἐκ δὲ τῶν σταλαγμῶν τοῡ ῥέοντος αἵματος ἐρινύες ἐγένοντο, Ἀληκτώ, Τισιφόνη, Μέγαιρα», Απολλόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίνω / τίσις «εκδίκηση» + φόνη (< φόνος < θείνω* «χτυπώ»)] …   Dictionary of Greek

  • έπαλξη — η (AM ἔπαλξις) συν. στον πληθ. το ανώτερο οδοντωτό μέρος τού τείχους, που έχει ανοίγματα κατά διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν μέσα από αυτά οι αμυνόμενοι αρχ. μσν. αμυντικό κατασκεύασμα, ειδ. θωράκιο τείχους αρχ. 1. μτφ. προστασία,… …   Dictionary of Greek

  • εφέτης — ο (ΑΜ ἐφέτης) ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις νεοελλ. δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείου μσν. αρχ. 1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ. β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν …   Dictionary of Greek

  • μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… …   Dictionary of Greek

  • προφανής — ές, ΝΜΑ [προφαίνω] καταφανής, ολοφάνερος (α. «οι κίνδυνοι που προέρχονται από την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής είναι προφανείς» β. «ήμῑν προφανή», Πλάτ. γ. «ἐκ τοῡ προφανέστατου», πάπ.) αρχ. 1. αυτός που έχει φανεί τί είναι εκ τών προτέρων,… …   Dictionary of Greek

  • φιλοκτονία — ἡ, Μ [φιλόκτονος] ροπή για διάπραξη φόνων, το να αρέσει σε κάποιον να διαπράττει φόνους, να σκοτώνει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»